συνδέων

συνδέων
συνδέομαι
join in entreating
pres part act masc nom sg
συνδέομαι
join in entreating
pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)
συνδέω
bind
pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)
συνδέω
bind
pres part act masc nom sg
συνδέω
bind
pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • вѧзати — ВѦ|ЗАТИ1 (35), ЖОУ, ЖЕТЬ гл. Вязать, связывать кого л., что л.: Аже паробъка господа вѩжють. бьють ѹкрадъшаго что любо. достоить стави(т). [в дьяконы] КН 1280, 530в; и ово ѹбо жгѹще ово рѣжюще и вѩжюще. (ἐπιδεσμοῦσι) ПНЧ 1296, 95 об.; ѹ твоемь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • συνδέω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω] 1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους 2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ… …   Dictionary of Greek

  • χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”